εἶσε

εἶσε
εἴδομαι
see
aor ind act 3rd sg
εἴδομαι
see
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εἷσε — ἕζομαι seat oneself aor ind act 3rd sg (epic) ἵζω si sd o aor ind act 3rd sg ἵζω si sd o aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἷσ' — εἷσο , ἕννυμι ves plup ind pass 2nd sg εἷσο , ἕννυμι ves perf imperat pass 2nd sg εἷσαι , ἕννυμι ves perf ind pass 2nd sg εἷσα , ἕζομαι seat oneself aor ind act 1st sg (epic) εἷσο , ἕζομαι seat oneself plup ind mp 2nd sg εἷσο , ἕζομαι seat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶσ' — εἶσα , εἴδομαι see aor ind act 1st sg εἶσε , εἴδομαι see aor ind act 3rd sg εἶσαι , εἴδομαι see aor inf act εἶσα , εἴδομαι see aor ind act 1st sg (homeric ionic) εἶσε , εἴδομαι see aor ind act 3rd sg (homeric ionic) εἶσι , εἶμι ibo pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… …   Dictionary of Greek

  • κλωνάρι — Βλ. λ. κλάδος. * * * το, (ΑΜ κλωνάριον, Μ και κλωνάρι και κλωνάριν) μικρό κλαδί ή τρυφερός βλαστός («το σπαθί του εκρέμασεν εισέ δεντρού κλωνάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. μτφ. απόγονος, τέκνο κυρίως ευγενούς καταγωγής («ήρχισε κ εμεγάλωνε το… …   Dictionary of Greek

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • ἄεισε — ἄ̱εισε , ἀείδω il.Parv.. aor ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. aor ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀείδω il.Parv.. aor imperat act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”